- ολοφανής
- -ές1. ολοφάνερος, πασιφανής2. (για σύστημα φωτισμού) αυτός που εκπέμπει ομοιόμορφα όλες τις ακτίνες του προς μία ορισμένη κατεύθυνση.επίρρ...ολοφανώς (Μ ὁλοφανῶς)ολοφάνερα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο)-* + -φανής (< φαίνω), πρβλ. πρωτο-φανής].
Dictionary of Greek. 2013.